συμμονή

συμμονή
συμμονή
holding together
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμμονή — ἡ, Α 1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο 2. γραμμ. άμεση σχέση 3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο 4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο 5. συμβίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μονή (< μένω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • συμμονῆς — συμμονή holding together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμονήν — συμμονή holding together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”